29 Αυγ 2013

Ιερομόναχος Λουκάς Γρηγοριάτης, Η Εκκλησία είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική


Τα Πρεσβεία Τιμής και η ενότης της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία - Εισήγησις στην θεολογική ημερίδα με θέμα «Πρωτείον-Συνοδικότης και ενότης της Εκκλησίας» (Πειραιεύς 28-4-2010)

Η Εκκλησία είναι Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική
Ιερομονάχου Λουκά Γρηγοριάτου
Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ ὅτι ὁ τονισμός τῆς αὐτοσυνειδησίας της ἦταν διαχρονικῶς ἀναγκαῖος.
Οἱ αἱρέσεις καί τά σχίσματα καθιστοῦσαν ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη νά προσδιορισθοῦν τά στοιχεῖα, μέ τά ὁποῖα θά διέκρινε κάποιος τήν Ἐκκλησία ἀπό τίς κοινότητες τῶν αἱρετικῶν. Διότι ἡ αἵρεσις δέν ἦταν πάντοτε εὐδιάκριτη, συχνά μάλιστα εἶχε περίγραμμα ἐκκλησιαστικοφανές· στήν οὐσία της πάντως ἦταν πάντοτε πλάνη, ἀδιέξοδο, καταστροφή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά προφυλάξῃ τούς Χριστιανούς ἀπό αἱρετικές διδασκαλίες πού θά τούς ὡδηγοῦσαν ἔξω ἀπό τούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἔγραφε κατηγορηματικά: «Εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γαλ. 1,9). 

Γιά κάποιες ἄλλωστε ἀπό τίς αἱρετικές ὁμάδες τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει ὅτι ἡ διδαχή τους εἶναι τά «βαθέα τοῦ σατανᾶ» (Ἀποκ. 2, 24) καί ὅτι ἡ διδασκαλία τους, πώς ὁ Χριστός δέν ἔγινε πραγματικός ἄνθρωπος, εἶναι τό φρόνημα τοῦ ἀντιχρίστου (Α’ Ἰω. 4, 2-3).
Κατά τόν 4ον αἰῶνα, μετά ἀπό τούς σκληρούς ἀγῶνες της κατά τῶν παλαιοτέρων αἱρέσεων καί κατά τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου καί τῶν ποικιλωνύμων Ἀρειανῶν, ἡ Ἐκκλησία στήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο ὥρισε  μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική». Μέ τέσσερις λέξεις περιέγραψε τόν χαρακτῆρα της καί τόν ἀντιδιέστειλε ἀπό τόν χαρακτῆρα κάθε ἄλλου ἐκκλησιαστικοῦ σχήματος πού ἔμοιαζε μέ τήν Ἐκκλησία χωρίς νά εἶναι.
Σύμφωνα λοιπόν μέ τό γράμμα καί τό πνεῦμα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἡ Ἐκκλησία εἶναι:
Α’. «Μία».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, ἐπειδή κατά τήν φύσι της χαρακτηρίζεται ἀπό ἑνότητα Πίστεως, ἑνότητα Λατρείας, ἑνότητα Διοικήσεως, ἑνότητα Ἤθους (πνευματικῆς ζωῆς) καί κυρίως ἑνότητα Πνεύματος Ἁγίου. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνο τό ὑπερφυές δῶρο, γιά τό ὁποῖο προσευχήθηκε ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί, κἀγώ ἐν σοί … ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν, ἥν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρό καταβολῆς κόσμου» (Ἰω. 17, 21-24). Λόγῳ αὐτῆς τῆς ὑπερφυοῦς ἑνότητος τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, σέ ὅποια τοπική Ὀρθόδοξο ἐκκλησία καί ἄν ἀνήκουν, συνδέονται μέ τήν ἴδια Ὀρθόδοξο Πίστι, τελοῦν τήν ἴδια Θεία Εὐχαριστία, ζοῦν τήν ἴδια ζωή τοῦ Πνεύματος. Κάθε τοπική ἐκκλησία ἐκ­φράζει καί ἀντανακλᾶ τήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία (βλ. ἁγ. Εἰρηναίου Λουγδούνου, Ἔλεγχος καί ἀνατροπή τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, 1, 3). Ὅταν, λόγῳ αἱρέσεως, κάποια πρόσωπα ἤ τοπικές ἐκκλησίες ἀποκοποῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία, αὐτή ἡ ἴδια παραμένει Μία. Δέν ὑφίσταται διάσπασι, διαίρεσι, διχασμό. Εἶναι πάντοτε ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων, τό ἴδιο σῶμα Χριστοῦ, ἡ ἴδια Ἄμπελος, ἔστω καί ἄν ἀποκόπηκαν τά ξηρά-νεκρά κλήματα.
Β’. «Ἁγία».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἁγία, ἐπειδή ἁγία εἶναι ἡ Κεφαλή της, ὁ Χριστός, καί ἐπειδή ἐκείνη εἶναι τό ἅγιο θεανθρώπινο σῶμα Του πού ὅλο ὅλως διαπνέεται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ Ἐκκλησία, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι ἡ ἔνδοξος Νύμφη, τήν ὁποίαν ὁ Χριστός ἠγάπησε, ἐκαθάρισε «τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι», γιά νά εἶναι ἁγία καί ἄμωμος χωρίς σπίλον ἤ ρυτίδα (πρβλ. Ἐφ. 5, 25-27). Ὅ,τι ἀτελές ἤ ἁμαρτωλό παρατηρεῖται στόν λεγόμενο σήμερα «χῶρο τῆς Ἐκκλησίας», δέν ἀνήκει στήν ἁγία φύσι τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά εἶναι ἀτέλεια ἤ ἁμαρτία ἡμῶν τῶν μελῶν της, οἱ ὁποῖοι μέ τήν μετάνοια ὀφείλουμε νά ἁγιαζώμεθα καί νά διατηρούμεθα ἅγια μέλη τοῦ ἁγίου σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Γ’. «Καθολική».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Καθολική, ἐπειδή κατέχει τό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας, τῆς «ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις Πίστεως» (Ἰούδ. 3)· ἐπειδή εἶναι «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. 1, 23) καί περιλαμβάνει «τά πάντα, τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, εἴτε θρόνοι, εἴτε ἀρχαί, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἐξουσίαι» (Κολ. 1, 16)· ἐπειδή ἔχει ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί προσφέρει στούς πιστούς τό πλήρωμα τῆς θείας Ζωῆς· ἐπειδή ἐν αὐτῇ εἶναι «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός» (Κολ. 3, 11).
Δ’. «Ἀποστολική».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική, ἐπειδή εἶναι οἰκοδομημένη «ἐπί τῷ θεμε­λίῳ τῶν ἀποστόλων καί προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 2, 20). Ἡ διδασκαλία, ἡ παράδοσις, ἡ ζωή, τό φρόνημα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, αὐτό τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο, διαποτίζει ὁλόκληρη τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί παραδίδεται σέ αὐτήν μέχρι σήμερα διά τῶν Ἁγίων Πατέρων χωρίς προσθῆκες, ἀφαιρέσεις ἤ ἀλλοιώσεις.
Κατά τήν πρώιμη χριστιανική ἐποχή οἱ Γνωστικοί, οἱ Δοκῆται, οἱ Μοντανισταί, οἱ Μανιχαῖοι καί ἄλλοι αἱρετικοί δέν πληροῦσαν τίς τέσσερις αὐτές προϋποθέσεις. Γι’ αὐτό δέν ἦσαν Ἐκκλησία. Κατά τήν ἐποχή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων οἱ κοινότητες τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Νεστοριανῶν καί τῶν Μονοφυσιτῶν, παρότι εἶχαν ἐκκλησιαστική δομή (ἐπισκόπους, μυστήρια, λατρεία), ἐπειδή ἔχασαν τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀποστολικῆς Πίστεως, δέν ἦσαν Ἐκκλησία. Ὅπως ἐπίσης σήμερα οἱ ἀντιχαλκηδόνιες ‘‘ἐκκλησίες’’, ἡ ρωμαιοκαθολική ‘‘ἐκκλησία’’ καί οἱ προτεσταντικές Ὁμολογίες, γιά διαφορετικούς δογματικούς λόγους ἡ καθεμία δέν εἶναι Ἐκκλησία.
Ἀκούγεται σίγουρα βαρύς ὁ λόγος, ὅτι τόσο μεγάλα πλήθη χριστιανικῶν λαῶν, πού ἐδῶ καί 1000 ἤ 1500 χρόνια συμβαίνει νά μήν ἔχουν δογματική, λατρευτική ἤ διοικητική ἑνότητα μέ τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ἔπαυσαν νά εἶναι Ἐκκλησία, σῶμα Χριστοῦ. Ὅμως ὀφείλουμε νά παραδεχθοῦμε ὅτι ὡς χριστιανικές ‘‘ἐκκλησίες’’ δέν φέρουν τούς χαρακτῆρες πού θά τίς καθιστοῦσαν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί π.χ. αὐτοαποκα­λοῦνται «Καθολικοί» καί πιστεύουν ὅτι στήν ‘‘ἐκκλησία’’ τους «ὑφίσταται» (subsist) ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ἐν τούτοις σοβαρές δογματικές καί κανονικές παρεκκλίσεις κάνουν τήν ρωμαιοκαθολική ‘‘ἐκκλησία’’ οὐσιωδῶς διαφορετική ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Τό Πρωτεῖο, τό Ἀλάθητο, τό Φιλιόκβε, ἡ κτιστή Χάρις, ἡ Ἄσπιλος Σύλληψις, ὁ ἀνθρωποκεντρισμός, τό κράτος τοῦ Βατικανοῦ κ.ἄ.
Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἀπό τήν ἄλλη πλευρά θέλουν νά ὀνομάζωνται «Ὀρθόδοξοι». Ἡ χριστολογική τους διδασκαλία ὅμως δέν εἶναι Ὀρθόδοξη, διότι ἡ Ἐκκλησία τήν κατεδίκασε ὡς αἱρετική σέ τέσσερις Οἰκουμενικές Συνόδους καί διά στόματος κορυφαίων Πατέρων (ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἁγ. Φωτίου τοῦ Μεγάλου κ.ἄ.).
Οἱ Προτεστάντες πάλι ἔχουν ἀπαρνηθῆ θεμελιώδη δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, βασικές εὐαγγελικές ἠθικές ἀρχές καί οὐσιαστικά τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Δέν μποροῦν ἑπομένως, οὔτε κάθε μία ἀπό τίς προτεσταντικές Ὁμολογίες οὔτε ὅλες μαζί, νά διεκδικοῦν τόν τίτλο ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε βεβαίως ὡς Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν δικαιοῦνται νά καλοῦν –καί τούς Ὀρθοδόξους!- «to be One Church», ὡσάν ἐπί αἰῶνες νά μή ὑφίσταται ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἀλλά νά πρέπει τώρα νά ἀνασυγκροτηθῇ!
Ἄν καί αὐτά πού μέχρι τώρα ἐλέχθησαν, φαίνονται ἀπό Ὀρθοδόξου ἐπόψεως εὔλογα καί θεολογικῶς ὀρθά, ἐν τούτοις πλανᾶται καί μεταξύ Ὀρθοδόξων ἕνας σοβαρός προβληματισμός, ὁ ὁποῖος συνοψίζεται ὡς ἑξῆς: Ἡ ἐποχή μας διαφέρει ἀπό τήν ἐποχή πού ἔγιναν τά μεγάλα σχίσματα καί διέσπασαν τήν ἑνωμένη Χριστιανοσύνη. Ὅταν δημιουργήθηκαν τά σχίσματα, ἡ ἀνάγκη γιά διαφοροποίησι τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἀναφυομένη αἵρεσι ἦταν ἐπιτακτική. Σήμερα, ἀντιθέτως, γίνεται προσπάθεια νά θεραπευθοῦν τά σχίσματα, καί ἡ προσπάθεια ὅλων τῶν Χριστια­νῶν γιά τήν θεραπεία τους εἶναι ἱερό καθῆκον. Μήπως θά ἔπρεπε ἡ ὁμολογία μας «εἰς Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» νά λειτουργεῖ ὄχι πρός τήν κατεύθυνσι τῆς ὁμολογιακῆς ἀποκλειστικότητος ἀλλά τῆς διαχριστιανικῆς ἑνότητος;
Σέ αὐτό τό καίριο ἐρώτημα, τό ὁποῖο προϋποθέτει προτεσταντική ἀντίληψι περί Ἐκκλησίας καί ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῶν ἀναζητήσεων τοῦ συγχρόνου Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἀπάντησις δίδεται ἀπό τόν Μέγα Βα­σίλειο. Εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό ἐπιστολή πρός τόν ὁμολογητή Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο, ἅγιο Εὐσέβιο Σαμοσάτων, τότε πού γίνονταν προσπάθειες ἐπανενώσεως τῶν Ὁμοιουσιανῶν μέ τούς Ὀρθοδόξους. Τό κείμενο εἶναι ἁπλό καί θά παρατεθῇ ἀμετάφραστο:
«Οὐ μὴν οὐδὲ παντελῶς μοι δοκεῖ τῶν μὴ δεχομένων τὴν πίστιν ἀλλοτριοῦν ἑαυτούς, ἀλλὰ ποιήσασθαί τινα τῶν ἀνδρῶν ἐπιμέλειαν κατὰ τοὺς παλαιοὺς θεσμοὺς τῆς ἀγάπης, καὶ ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς ἀπὸ μιᾶς γνώμης πᾶσαν παράκλησιν μετ᾽ εὐσπλαγχνίας προσάγοντας, καὶ τὴν τῶν Πατέρων πίστιν προτεινομένους προκαλεῖσθαι αὐτοὺς εἰς συνάφειαν· κἂν μὲν πείσωμεν, κοινῶς αὐτοῖς ἑνωθῆναι, ἐὰν δὲ ἀποτύχωμεν, ἀρκεῖσθαι ἡμᾶς ἀλλήλοις, τὸν δὲ ἐπαμφοτερισμὸν τοῦτον ἐξορίσαι τοῦ ἤθους ἀναλαβόντας τὴν εὐαγγελικὴν καὶ ἄδολον πολιτείαν ᾗ συνέζων οἱ ἐξ ἀρχῆς προσελθόντες τῷ Λόγῳ. “῏Ην γάρ, φησί, τῶν πιστευσάντων καρδία καὶ ψυχὴ μία”. Ἐὰν μὲν οὖν πεισθῶσί σοι, ταῦτα ἄριστα. Εἰ δὲ μή, γνωρίσατε τοὺς πολεμοποιοὺς καὶ παύσασθε ἡμῖν τοῦ λοιποῦ περὶ διαλλαγῶν ἐπιστέλλοντες» (Ἐπιστολή 128).
Ὁ οἰκουμενικός διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς παραδίδει τό ἦθος καί τήν μέθοδο τοῦ διαλόγου τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μέ τούς ἑτεροδόξους. Σύμφωνα μέ ὅσα γράφει, ἡ μέριμνα γιά τήν ἐπανάκαμψι τῶν ἑτεροδόξων στήν Ἐκκλησία εἶναι καθῆκον ἀγάπης ἀλλά ὄχι αὐτοσκοπός. Ἐάν ἡ ἕνωσις δέν μέλλει νά ἀποβῇ θεοφιλής, ἐπειδή δέν δείχνει νά θεμελιώνεται στήν ἀποστολική Πίστι, εἶναι ἀρκετό γιά ἐμᾶς, τά μέλη τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, νά μείνουμε ἑνωμένοι μεταξύ μας στό ἴδιο Ὀρθόδοξο φρόνημα, ὅπως ἡ πρώτη ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, καί νά ἀποβάλουμε τόν «ἐπαμφοτερισμό τοῦ ἤθους» (Ἐπιστολή 128).
Ἱερομονάχου Λουκᾶ Γρηγοριάτου
Ἅγιον Ὄρος, 19 Ὀκτωβρίου 2011
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011
 Πηγή: enromiosini από  zoiforos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Oι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Η φωτογραφία μου
Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: aktinesblogspot@gmail.com